- κελευσμοῦ
- κελευσμόςordermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελευσμός — κελευσμός, ὁ (Α) πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα] … Dictionary of Greek